- φιλοξενούμενος
- ο гость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
αστόξενος — ἀστόξενος, ο, η (Α) ο επίσημος φιλοξενούμενος μιας πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ξένος «φίλος, φιλοξενούμενος»] … Dictionary of Greek
εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… … Dictionary of Greek
έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… … Dictionary of Greek
επίξενος — ἐπίξενος, ὁ (Α) [ξένος] 1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης 2. (γενικά) ξένος 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος» … Dictionary of Greek
εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… … Dictionary of Greek
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… … Dictionary of Greek
θεοξένια — Γιορτή που τελούσαν κυρίως στους Δελφούς αλλά και σε άλλα μέρη. Ήταν αφιερωμένη σε έναν θεό που, όπως πίστευαν, φιλοξενούσε και τους άλλους θεούς. Οι διοργανωτές της γιορτής καλούσαν σημαντικά πρόσωπα από άλλες πόλεις και παρέθεταν συμπόσιο. Στην … Dictionary of Greek
θεοξένιος — θεοξένιος, ό (Α) 1. επίθ. τού Απόλλωνος στην Πελλήνη 2. ονομασία μήνα στους Δελφούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ξένιος «προστάτης τής φιλοξενίας» (< ξένος «φιλοξενούμενος»)] … Dictionary of Greek
κατάλυτος — κατάλυτος, ὁ (Α) [καταλύω] αυτός που καταλύει σε κάποιον, ο φιλοξενούμενος … Dictionary of Greek